- ηφαιστοτευχής
- ἡφαιστοτευχής και διαφ. γρ. ἡφαιστοτυκής, -ές (Α)ηφαιστόπονος, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («ἡφαιστοτευχές δέπας», Αισχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + -τευχής (< τεύχος), πρβλ. νεο-τευχής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἡφαιστοτευχές — Ἡφαιστοτευχής wrought by Hephaestus masc/fem voc sg Ἡφαιστοτευχής wrought by Hephaestus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)